- ωμοκοτύλη
- ἡ, Αη άρθρωση τού ώμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + κοτύλη «κοιλότητα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὠμοκοτύλη — shoulder joint fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… … Dictionary of Greek